Tι είναι η Βιντεοτέχνη;
Από την πρώιμη καταγραφή εικαστικών δράσεων στον Άντι Γουόρχολ, τον Μπιλ Βαϊόλα και τη σύγχρονη τεχνολογία
της Γιούλας Παπαδοπούλου*
Το οικείο σε όλους μας βίντεο (γνωστό στους περισσότερους σαν συσκευή οικιακής ψυχαγωγίας) αποτέλεσε και αποτελεί (σε ψηφιακή πλέον μορφή) σημαντικό εργαλείο εικαστικής δημιουργίας και έκφρασης από τις τελευταίες δεκαετίες του 20ουαιώνα μέχρι σήμερα. Η λεγόμενη βιντεοτέχνη (video-art) κατακλύζει στις μέρες μας τις εκθέσεις, τα μουσεία και τις διοργανώσεις τέχνης διεθνώς, αποκτώντας όλο και πιο περίοπτη θέση στην παγκόσμια καλλιτεχνική παραγωγή, στην αγορά της τέχνης και στη συνείδηση του κοινού. Τι είναι όμως η βιντεοτέχνη; Και ποιες μορφές παραγωγής βίντεο συμπεριλαμβάνει;
Ο όρος «βιντεοτέχνη» χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πρωτότυπη παραγωγή καλλιτεχνικών έργων που έχουν συλληφθεί ειδικά για το βίντεο ως μέσο. Σαν μορφή τέχνης, ακολουθεί τις αρχές και τα στάδια της δημιουργικής διαδικασίας που χαρακτηρίζουν όλες τις παραδοσιακές -και περισσότερο οικείες στο θεατή- μορφές τέχνης (ζωγραφική, γλυπτική κλπ). Από τεχνικής σκοπιάς, όμως, το μέσο διαφοροποιείται αισθητά, μια και πρόκειται για μια μορφή τέχνης που δε βασίζεται (όπως η ζωγραφική ή η γλυπτική) στη διαμόρφωση μιας χειροπιαστής ύλης, αλλά στο χειρισμό ενός οπτικού-ηλεκτρονικού σήματος που δημιουργεί, επεξεργάζεται και αναπαράγει άυλες εικόνες (οι οποίες, χωρίς μια συγκεκριμένη μηχανική υποστήριξη –προβολή, μόνιτορ- απλά δεν υπάρχουν). Επιπλέον, οι εικόνες αυτές είναι κινούμενες και με χρονική διάρκεια (κάτι που φέρνει τη βιντεοτέχνη πιο κοντά στον κινηματογράφο). Τα στοιχεία αυτά κάνουν τη βιντεοτέχνη να διαχωρίζεται τεχνικά, αλλά και αισθητικά, από τις υπόλοιπες μορφές τέχνης και να ακολουθεί τους δικούς της κανόνες, τόσο στη σύλληψη και στη διαδικασία παραγωγής (από την πλευρά του καλλιτέχνη), όσο και στην παρακολούθηση και την αισθητική απόλαυση των έργων βίντεο (από την πλευρά του θεατή).
Οι εκφραστικές δυνατότητες και η ιδιαιτερότητα του μέσου προσέλκυσαν πολλούς καλλιτέχνες, που πειραματίστηκαν με το βίντεο σε διάφορες μορφές, διαμορφώνοντας μια σειρά από διαφορετικές εκδοχές χρήσης του μέσου:
-Την καταγραφή καλλιτεχνικών δράσεων και happenings που προβάλλονταν στη συνέχεια σε γκαλερί ή και στην τηλεόραση. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν οι καταγεγραμμένες performance της Joan Jonas, του Bruce Nauman, του Dan Graham κ.α., αλλά και οι ανατρεπτικές δημόσιες δράσεις της Ant Farm Collective, που κριτικάρουν τη σχέση της μαζικής κουλτούρας με τα ΜΜΕ και ειδικά την τηλεόραση. Σε μια από αυτές (Media Burn, 1974-5) ένα αυτοκίνητο, στο οποίο επιβαίνουν 2 μέλη της ομάδας, συγκρούεται με έναν «τοίχο» από τηλεοράσεις, ενώ ένας σωσίας του J.F. Kennedy ρωτάει το κοινό: «Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι είμαστε ένα έθνος εθισμένο στην τηλεόραση και τη διαρκή ροή των media;». Η μονταρισμένη εκδοχή (30΄ βίντεο) προβλήθηκε από την τηλεόραση λίγα χρόνια μετά, το 1980.
Ant Farm, Media Burn (1974-5)
-Το σχεδιασμό και τη σκηνοθεσία πειραματικών εικαστικών ταινιών (φίλμ ή βίντεο ή μικτές τεχνικές) με αφηγηματική ή αφηρημένη δομή. Πολλοί καλλιτέχνες δημιούργησαν πειραματικές ταινίες για μονές προβολές ή μόνιτορ, ανάμεσα τους ο Andy Warhol, o Robert Wilson (γνωστός και από τις συνεργασίες του με τον Philip Glass σε παραστάσεις και μουσικά υπερθεάματα), ο Bill Viola, oι Steina και Woody Vasulka, ο Robert Cahen, ο Matthew Barney, ο κινηματογραφικός σκηνοθέτης Jean Lyc Goddard κ.α. Πολλές από αυτές τις ταινίες απομυθοποιούν πλήρως την κινηματογραφική αφήγηση καταργώντας πλήρως ή αλλοιώνοντας την έννοια της δράσης, δίνοντας στο θεατή μια διαφορετική εμπειρία του χρόνου (εναλλαγές αργών και γρήγορων πλάνων, προθύστερα κλπ). Συχνά βέβαια η κατάργηση της δράσης έφτασε σε υπερβολές, όπως στο Sleep (1963) του Andy Warhol, όπου μια ακίνητη κάμερα καταγράφει έναν άνδρα που κοιμάται επί 6 ώρες ή το Zen for Film (1964) του Nam June Paik, που δεν προβάλλει παρά λευκό, άγραφο φιλμ! Στον αντίποδα, αφηγηματικά έργα με σχεδόν κινηματογραφική δομή, όπως της Mako Idemitsu, που έφτιαξε, στις αρχές της δεκαετίας του 80, μια σειρά εικαστικών ταινιών με πρωταγωνιστή τονHideo, έναν βασανισμένο ήρωα που παρακολουθείται συνεχώς από τη μητέρα του μέσα από τηλεοπτικά μόνιτορ όπου κι αν βρεθεί (17 χρόνια περίπου πριν το Truman Show).
Nam June Paik, Zen for Film (1964)
Mako Idemitsu, HIDEO, Its Me, Mama! (1983)
-Πολλαπλές προβολές και βιντεο-εγκαταστάσεις με πολλαπλά μόνιτορ χρησιμοποιήθηκαν επίσης με διάφορους τρόπους από πολλούς καλλιτέχνες. Ο «μάγος» της βιντεο-εγκατάστασης θεωρείται ο Bill Viola, ο οποίος ασχολήθηκε αποκλειστικά με το βίντεο και δημιούργησε μοναδικές εγκαταστάσεις χρησιμοποιώντας κάθε φορά την πιο εξελιγμένη τεχνολογία σε συνδυασμό με μια ιδιαίτερα υψηλή αισθητική ποιότητα, τόσο στην εικόνα, όσο και στον ήχο.
Bill Viola, Stations (1994)
-Βιντεο-γλυπτική και περιβάλλοντα, που ενσωματώνουν τηλεοράσεις και προβολές σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους, σε συνδυασμό με πλαστικές εικόνες, αντικείμενα, γλυπτά κλπ. Αντιπροσωπευτικά έργα αυτής της κατηγορίας οι γλυπτικές κατασκευές του Nam June Paik με ενσωματωμένες τηλεοράσεις και τα «γλυπτικά» περιβάλλοντα του Tony Ousler με «ομιλούντα» κεφάλια και ανθρωποειδείς «κατασκευές» σε περίεργους χώρους και αναπάντεχες καταστάσεις, που αντιμετωπίζουν με ιδιόμορφο χιούμορ τη σχιζοφρένεια της ανθρώπινης ζωής.
Tony Ousler, Mansheshe (1997)
-Τις παραγωγές ή επανεπεξεργασίες εικόνων που προέρχονται από άλλα εκφραστικά ιδιώματα (θέατρο, χορός κλπ). Παράδειγμα οι χορογραφίες του Merce Cunningham (στενού συνεργάτη του Fluxus καλλιτέχνη John Cage) που βιντεοσκοπήθηκαν και επεξεργάστηκαν ειδικά για βιντεο-προβολές, οι βιντεοσκοπημένες (και επανεπεξεργασμένες) παραστάσεις του Wilson κλπ.
-Σαν ειδική εκδοχή βιντεοτέχνης μπορούμε, τέλος, να θεωρήσουμε τα computer video και το animation (2D και 3D) λόγω της ιδιαίτερης τεχνικής τους. Πολλοί εικαστικοί καλλιτέχνες ασχολήθηκαν σχεδόν αποκλειστικά με αυτή την ιδιαίτερη μορφή βιντεοτέχνης, όπως ο William Kentridge (κινούμενο σχέδιο με καθαρά ζωγραφική αισθητική) και ο Pierre Huydge (3D animation).
Pierre Huydge, Two Minutes Out of Time (2000)
*Η Γιούλα Παπαδοπούλου είναι εικαστικός και επιμελήτρια του Festival Μηδέν.
Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στην πολιτιστική εφημερίδα «Στην Μπρίζα», περιφερειακή έκδοση Πελοποννήσου, τεύχος 57, 5/7/06
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου